Μπέκλιν, Άρνολντ

Μπέκλιν, Άρνολντ
(Arnold Bocklin, Βασιλεία 1827 – Σαν Ντομένικο ντι Φιέζολε 1901). Ελβετός ζωγράφος και γλύπτης. Έζησε στο Ντίσελντορφ έως το 1847, ύστερα ταξίδεψε στις Βρυξέλλες, Αμβέρσα, Ελβετία, Παρίσι και Ρώμη (1850). Το 1862 επισκέφτηκε τη Νάπολη και την Πομπηία. Αναμνήσεις του ταξιδιού αυτού υπάρχουν σε έργα του όπως η «Έπαυλη στη θάλασσα» (1864-65). Το 1866 εγκαταστάθηκε στη Βασιλεία. Επηρεάστηκε από άλλους παλιούς Ολλανδούς δασκάλους και από τον Τζορτζιόνε («Ναυτικό ειδύλλιο» στο Μόναχο, «Έφοδος πειρατών» στη Μπρεσλάβα «Κενταυρομαχία» στη Βασιλεία), αναζήτησε όμως και την έκφραση των ψυχικών καταστάσεων. Το 1874 και το 1884 ταξίδεψε στη Φλωρεντία («Νησί των νεκρών», Βασιλεία) και στη Ζυρίχη («Παιγνίδι των Ναϊάδων», σχέδια, Βασιλεία). Το 1895 εγκαταστάθηκε στο Φιέζολε. Από τα γλυπτά του αξιόλογα είναι το κλειδί του θόλου του περιπτέρου των Καλών Τεχνών στη Βασιλεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Κίρικο, Τζόρτζιο — (Giorgio de Chirico, Βόλος, Ελλάδα 1888 – 1978). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στο Μόναχο, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα ρομαντικά, φασματικά και ονειρικά τοπία του Άρνολντ Μπέκλιν. Το 1911, ύστερα από σύντομη, διαμονή… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”